- πιλάλα
- Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ.), στην πρώην επαρχία Γυθείου, του νομού Λακωνίας.
* * *η, Νβλ. πηλάλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιλάλα — η τρέξιμο, τρεχάλα, καλπασμός: Έκανα μια πιλάλα κι έφτασα πρώτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πηλάλα — και πιλάλα, η, Ν 1. το γρήγορο τρέξιμο 2. (ως επίρρ.) γρήγορα, πηλαλώντας («έφυγε πηλάλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. πηλαλώ] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
πιλαλώ — πιλάλησα 1. αμτβ., τρέχω: Πιλαλώ ολημερίς στους κάμπους. 2. μτβ., κάνω κάποιον να τρέξει, να καλπάσει: Πιλάλα τα πρόβατα! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρεχάλα — η 1. τρέξιμο, πιλάλα. 2. επίρρ., γρήγορα, τρέχοντας: Να γυρίσεις τρεχάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)